δεκτά

δεκτά
δεκτός
to be received: neut nom /voc /acc pl
δεκτά̱ , δεκτός
to be received: fem nom /voc /acc dual
δεκτά̱ , δεκτός
to be received: fem nom /voc sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκτά — δεκτός to be received neut nom/voc/acc pl δεκτά̱ , δεκτός to be received fem nom/voc/acc dual δεκτά̱ , δεκτός to be received fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτάς — δεκτά̱ς , δεκτός to be received fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • μετατρεψιμότητα — Η ευχέρεια που παρέχεται από τις νομισματικές αρχές στους κατόχους τραπεζογραμματίων να τα παρουσιάσουν οποιαδήποτε στιγμή για να μετατραπούν ελεύθερα –σε καθορισμένη αναλογία– σε χρυσό ή σε νόμισμα άλλης χώρας. Μπορεί να υπάρχει εσωτερική και… …   Dictionary of Greek

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • δεκτός — και δεχτός, ή, ό (AM δεκτός, ή, όν) [δέχομαι] ο αποδεκτός, ο παραδεκτός (α. «η πρόταση έγινε δεκτή» β. «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ», ΚΔ) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δέχεται σε ακρόαση αξιωματούχος ή προϊστάμενος στην ιεραρχία 2.… …   Dictionary of Greek

  • διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το …   Dictionary of Greek

  • εκμαρτύριον — το (AM ἐκμαρτύριον) νεοελλ. μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια μσν. μαρτυρική κατάθεση αρχ. πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”